Γλιστρούσα. Άρα πέφταμε και οι δύο. Το λογικό ήταν να τον αφήσω. Δεν τον άφησα και δε με άφησε και εκείνος. Ο Στέλιος βρήκε τη δύναμη μέσα του, έσφιξε το χέρι μου και
καταφέραμε τελικά να ανέβουμε με επιτυχία και μπολικη χαρά ώστε να ενωθούμε με την υπόλοιπη ομάδα η οποία μας περίμενε λίγο πιο πάνω.
Η υπόλοιπη διάδρομη μέχρι το καταφύγιο ήταν βατή, άνετη και ευχάριστη. Απολάμβανα τη διάδρομή και έμεινα να προπορεύομαι της ομάδας ώστε να είμαι κοντά στον Στέλιο που ήταν ανάμεσα στους αρχηγούς της αποστολής. Εάν με ρωτάς εάν φοβάμαι όταν το μονοπάτι στενεύει και από κάτω υπάρχει ένα τεράστιο κενό, θα σου απαντήσω προφανώς ναι. Βέβαια και φοβάμαι, γιατί να μη φοβάμαι? Δεν είναι ο φόβος το θέμα μου, το θέμα ήταν και είναι πως τον αντιμετωπίζω. Τον πάω κόντρα, έτσι τον αντιμετωπίζω. Τον νικάω δηλαδή. Έχει πολλά χρόνια να με νικήσει, αυτή τη φορά στον Όλυμπο με νίκησε.
Φτάσαμε στο καταφύγιο το απόγευμα με τον ήλιο ακόμα ντάλα και το κέφι να ξεχειλίζει που επιτέλους θα ξεκουραστούμε. Παρήγγειλα μαζί με τον Γιάννη, τη Βασιλική και τον Στέλιο φαγητό για άλλους τόσους. Πλάκα είχε. Τρώγαμε σαν να ήταν η τελευταία μας ημέρα και δε μας πείραζε καθόλου αυτό.
Μαζεύτηκα νωρίς για ύπνο, η γεννήτρια στο καταφύγιο κλείνει στις 22:30 άρα δεν έχεις και πολλά περιθώρια για ξενύχτια. Θέλεις δε θέλεις θα ξαπλώσεις γιατί πάλι θέλεις δε θέλεις θα ξυπνήσεις όταν λειτουργήσει ξανά η γεννήτρια δηλαδή στις 06:00.
Η επόμενη ημέρα μας βρήκε με έντονη ομίχλη και αρκετή συζήτηση σχετικά με το εάν πρέπει, δεν πρέπει, εάν θα ήταν φρόνιμο να κατευθυνθούμε προς την κορυφή ή εάν απλώς πάρουμε το μονοπάτι για την επιστροφή – η κορυφή μπορεί να περιμένει. Εκεί θα είναι πάντα, έτσι δεν είναι;
Μετά από περίπου 3 ώρες αναμονής οι αρχηγοί της ομάδας αποφάσισαν να οδεύσουμε προς την κορυφή. Για να ανέβεις λοιπόν στο Μύτικα (υψόμετρο 2.918μ) καλείσαι να περάσεις το μονοπάτι κάτω από το Στεφάνι του Δία (αυτό πρέπει να το γκουγκλάρεις για να καταλάβεις την ομορφιά του) και μετά τα μονοπάτια του μέρους που ονομάζεται “Ζωνάρια”. Ζόρικα και τα Ζωνάρια όπως και το Κοφτό, μάλλον περισσότερα ζόρικα τα Ζωνάρια.
Ο ρυθμός μας ήταν έντονα αργός καθώς ο Στέλιος παλέυε το φόβο του προσπαθώντας να διασχίσει τα μονοπάτια και για το λόγο αυτό είχε μικρή ταχύτητα. Συνεπώς, το μόνο που είχαμε να κάνουμε ήταν να ακολουθήσουμε το ρυθμό και να περιμένουμε. Έτσι κι έγινε και μετά από περίπου 80′ φτάσαμε στο Λούκι, εκεί παίρνεις την απόφαση εάν θα ανέβεις προς το Μύτικα ή όχι. Εκεί παίρνεις την απόφαση εάν θα πας κόντρα στο φόβο σου, εκεί παίρνεις την απόφαση εάν θα τον αφήσεις να σε νικήσει.
Κοιτάζω την απότομη κλίση που είχε το Λούκι, την έντονη ομίχλη και μάντεψε – έκανα πίσω. Χωρίς να το πολύσκεφτώ είπα “μη με υπολογίζετε, θα μείνω εδώ μέχρι να κατεβείτε”. Οι Τζότζοι, ο Σπίκερ, ο Παλέ, η Σοφία, η Σοφία Μαρία, η Κατερίνα και αρκετά ακόμα παιδιά δε δίστασαν, ούτε το σκέφτηκαν. Ανέβηκαν. Ωραίοι!
Εγώ όχι. Με πείραξε εννοείται. Προς στιγμήν μέσα μου ένιωθα ότι απέτυχα. Ότι δεν είμαι ικανός. Ότι όλοι οι αγώνες βουνού που κάνω τόσα χρόνια πήγαν στράφι. Εύκολα πάει το μυαλό μας στην αρνητική και κριτική σκέψη. Ε; Φταίει ο εαυτός μας που δεν κατάφερε αυτό, φταίει ο εαυτός μας που δεν κατάφερε εκείνο. Μαστίγιο και απογοήτευση μπορούν εύκολα να χάσουμε την πραγματική “κορυφή” όχι τον Μύτικα – ο Μύτικας πάντα εκεί θα είναι.
Την “κορυφή” της σχέσης σου, της δουλειάς σου, της ίδιας σου της ζωής. Μην το κάνεις. Ή μάλλον απόφυγε το μαστίγιο και την αυστηρή κριτική και την απογοήτευση. Ο εαυτός σου σε χρειάζεται. Να είσαι αυστηρός αλλά σε θέματα ηθικής και αξιών, σε αυτά ναι. Είμαι μαζί σου. Σε θέματα προσωπικής επιτυχίας και εξέλιξης όμως; Γιατί;
Να σου πω κάτι; Άλλαξε τις λέξεις σου, μου είπε ένα βράδυ ο Στέφανος και θα αλλάξει η ζωή σου! Έτσι είναι. Πάντοτε το πίστευα αυτό ακόμα και όταν ήμουν μικρό παιδί. Όλα αλλάζουν με μια μικρή αλλαγή των λέξεων που θα επιλέξεις να κάνεις. Είναι άλλο το “φέρτο μου” και άλλο το “θα μπορούσες να μου το φέρεις”;
Κάνε το εξής. Αντικατάστησε τη λέξη “αποτυχία” με το “ήταν ένα εξαιρετικό μάθημα”. Τη λέξη “εκμεταλλεύομαι” με τη λέξη “αξιοποιώ”. Το “ποιος φταίει” με το “που οφείλεται”, το “πρέπει” με το “θα ήθελα να” ή “καλούμαι να”.
Στην κορυφή του Ολύμπου θα ανέβω τον Σεπτέμβριο, πιθανώς, μαζί με τη Χριστίνα – Έτσι είπαμε στη συζήτηση που είχαμε την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτό δεν αλλάζει, θα ανέβω στο Μύτικα “βρέξει-χιονίσει”.
Εάν όμως έμαθα κάτι από την τελευταία μου επίσκεψη στον Όλυμπο αυτό ήταν το εξής.
Να δέχομαι και να καλωσορίζω τον φόβο σαν ένα αίσθημα ελπίδας, παρακίνησης και εκμάθησης!
Θα σας δω στην “κορυφή”.
Αποστόλης Κουμαρίνος
Ιδρυτής – theSPEAKERS